Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
θεοσύνδετος
θεοσύστατος
θεόσυτος
θεο·σύστατος,
ος, ον
[
ᾰ
] qui loue Dieu,
Chrys.
6, 606
.
Étym.
θ. συνίστημι
.