Θερμολέπυρος

θερμολουσία

θερμολουτέω-ῶ
θερμολουσία, ας () c. θερμολουτία, Hpc. 380, 3 ; Th. Sud. § 16 ||
E Ion. -ίη, Hpc. l. c.
Étym. θ. λούω.