θερμολουσία

θερμολουτέω-ῶ

θερμολούτης
θερμολουτέω-ῶ, prendre un bain chaud, Plut. M. 789e ; Hermipp. (Ath. 18c) ; Alex. (Bkk. p. 99).
Étym. θερμολούτης.