Θέρμος

θερμοσποδιά

θερμότης
θερμο·σποδιά, ᾶς () cendre chaude, Diosc. 2, 66, 98 ; Erot. 96, 254 ; Archig. (Orib. 2, 162 B.-Dar.) ; Gal. 2, 96.
Étym. θ. σποδός.