θερμοσποδιά

θερμότης

θερμοτραγέω-ῶ
θερμότης, ητος () chaleur, Hpc. V. med. 14 ; Plat. Rsp. 335d ; au pl. Plat. Crat. 432b ; fig. Ath. 1b ; Philstr. 722.
Étym. θερμός.