Θεσμοφόρια

θεσμοφοριάζω

θεσμοφόριον
θεσμοφοριάζω, célébrer les Thesmophories, Xén. Hell. 5, 2, 29 ; αἱ Θεσμοφοριάζουσαι, les Femmes célébrant les Thesmophories, titre d’une comédie d’Aristophane.
Étym. Θεσμοφόρια.