θεσμοφοριάζω

θεσμοφόριον

θεσμοφόρος
θεσμοφόριον, ου (τὸ) temple de Dèmèter législatrice, Ar. Th. 278, 880 ; CIA. 2, 1059, 12 (321 av. J.-C.) ; v. Meisterh. p. 42.
Étym. θεσμοφόρος.