θρασύθυμος

θρασυκάρδιος

Θρασυκλῆς
θρασυ·κάρδιος, ος, ον [ᾰῠ] au cœur intrépide, Il. 10, 41 ; 13, 343 ; Hés. Sc. 448 ; Anacr. 1, 4 (corr. p. θρεοκάρδιος).
Étym. θρ. καρδία.