Θρασύμαχος

θρασυμέμνων

θρασυμήδης
θρασυ·μέμνων, ων, ον, gén. ονος [ᾰῠ] résolu, hardi, intrépide, Il. 5, 639 ; Od. 11, 267.
Étym. θρ. μέμνων.