θρασυμέμνων

θρασυμήδης

Θρασυμήδης
θρασυ·μήδης, εος-ους (, ) [ᾰῠ] aux projets hardis, à l’esprit audacieux, Pd. P. 4, 254 ; N. 9, 31.
Étym. θρ. μῆδος.