θρασύστομος

θρασύτης

θρασύφρων
θρασύτης, ητος () [ᾰῠ] hardiesse, audace, Hpc. Lex. 2 ; Thc. 2, 61, etc. ; au pl. Isocr. 56b ; Dém. 1452, 18.
Étym. θρασύς.