Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
θριπήδεστος
θριπόϐρωτος
θριποκοπέομαι-οῦμαι
θριπό·ϐρωτος,
ος, ον
[
ῑ
]
c. le préc.
Lyc.
508
.
Étym.
θρίψ
,
βιϐρώσκω
.