θριπόϐρωτος

θριποκοπέομαι-οῦμαι

θριποφάγος
θριπο·κοπέομαι-οῦμαι , être rongé des vers, Th. H.P. 5, 4, 4 conj.
Étym. θρίψ, κόπτω.