θριποφάγος

θριπώδης

θρίσσα
θριπώδης, ης, ες [] au sup. θριπωδέστατος, Th. H.P. 3, 8, 5 (vulg.) corrigé en θριπηδέστατος.
Étym. θρίψ, -ωδης.