θριποκοπέομαι-οῦμαι

θριποφάγος

θριπώδης
θριπο·φάγος, ος, ον [ῑᾰ] qui mange les vers rondeurs du bois, Arstt. H.A. 9, 17, 2.
Étym. θρίψ, φαγεῖν.