θυγάτηρ

θυγατριδέος-οῦς

θυγατριδῆ
θυγατριδέος-οῦς , έου-οῦ () [ῠῐ] fils de la fille, petit-fils, Hdt. 5, 67 ||
E Ion. θυγατριδέος, Hdt. l. c. ; att. θυγατριδοῦς, Is. 70, 30 ; Arstt. fr. 433, etc.
Étym. θυγάτηρ.