Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Θυγατρομιξία
θυγατροποιός
θυεία
θυγατρο·ποιός,
ός, όν,
qui fait naître
ou
qui crée des filles,
Phil.
1, 382
.
Étym.
θ. ποιέω
.