θυμηδέω-ῶ

θυμηδής

θυμηδία
θυμ·ηδής, ής, ές [] qui réjouit le cœur, Od. 16, 389 ||
Cp. -έστερος, Spt. Sap. 3, 14 ; sup. -έστατος, Eschl. Suppl. 962.
Étym. θυμός, ἦδος.