θυσιάζω

θυσίασμα

θυσιαστήριον
θυσίασμα, ατος (τὸ) [] sacrifice, Spt. Ex. 23, 18 ; 29, 18 ; Lev. 2, 13 ; Num. 18, 9 ; Jud. 16, 23 ; 2 Esdr. 6, 3.
Étym. θυσιάζω.