Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Τληπόλεμος
τλησικάρδιος
τλησικαρδίως
τλησι·κάρδιος,
ος, ον
[
σῐ
] au cœur patient, courageux,
Eschl.
Pr.
159,
Ag.
430
.
Étym.
*τλάω, καρδία
;
cf.
ταλακάρδιος
.