τληπαθής

Τληπόλεμος

τλησικάρδιος
Τλη·πόλεμος, ου () Tlèpolémos :
1 fils d’Hèraklès, Il. 2, 653, etc. ; 5, 628, etc. ||
2 Troyen, Il. 16, 416, etc. ||
3 autres, Thc. 1, 117, etc. ||
E Dor. Τλαπόλεμος [] Pd. O. 7, 20, 77.
Étym. *τλάω, πόλεμος.