τλάω

τλήθυμος

τλῆμα
τλή·θυμος, ος, ον [] à l’âme courageuse, Anth. 9, 472 ||
E Dor. τλάθυμος [] Pd. N. 2, 24 ; fr. 258.
Étym. *τλάω, θυμός.