Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τολμητίας
τολμητικός
τολμητός
τολμητικός,
ή, όν,
c.
τολμηρός,
Sch.-Eur.
Or.
1405
||
Sup.
-ώτατος,
Hippodam.
(
Stob.
Fl.
43, 93
).