τορνευτής

τορνευτικός

τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνευτικός, ή, όν, qui concerne le travail au tour : ἡ τορνευτική (s. e. τέχνη) M. Ant. 5, 1, le travail du tourneur.
Étym. τορνεύω.