τορνευτικός

τορνευτολυρασπιδοπηγός

τορνευτός
τορνευτο·λυρ·ασπιδο·πηγός, οῦ () [ῠῐ] fabricant de lyres et de boucliers faits au tour, Ar. Av. 491.
Étym. τορνευτός, λύρα, ἀσπίς, πήγνυμι.