τονωτικός

τοξάζομαι

Τοξαίχμης
τοξ·άζομαι, tirer de l’arc, Od. 8, 220, 228 ; τινος, Od. 8, 218 ; 22, 27, ou acc. Opp. C. 4, 54, contre qqn ||
E Fut. épq. 3 sg. τοξάσσεται, Od. 22, 27 ; opt. ao. épq. 3 sg. τοξάσσαιτο, Od. 22, 78.
Étym. τόξον.