τόνωσις

τονωτικός

τοξάζομαι
τονωτικός, ή, όν, qui peut tendre, donner de la fermeté ou de la force, Antyll. 124, 4 ; 126, 8 ||
Cp. -ώτερος, A. Tr. 7, p. 128.
Étym. τονόω.