τόξον

τοξοποιέω-ῶ

τοξοσύνη
τοξο·ποιέω-ῶ, arquer, recourber : τὰς ὀφρῦς, Ar. Lys. 8 ; Alciphr. 3, 19, 2, etc. froncer les sourcils ; εἴς τινα, Lgs 4, 20, en signe de mécontentement contre qqn.
Étym. τόξον, ποιέω.