τραχυφωνία

τραχύφωνος

τραχώδης
τραχύ·φωνος, ος, ον [ᾱῠ] qui a la voix rude, Hpc. Epid. 1, 955 ; DS. 5, 31 ; Luc. Fug. 27 ||
Cp. -ότερος, Eust. Il. 2, p. 229.
Étym. τρ. φωνή.