Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τραχηλιστήρ
τραχηλοδεσμότης
τραχηλοκοπέω-ῶ
τραχηλο·δεσμότης,
ου
(
ὁ
) [
ᾰ
] qui lie le cou,
Anth.
6, 107
.
Étym.
τράχηλος, δεσμός
.