τραχηλοδεσμότης

τραχηλοκοπέω-ῶ

τράχηλον
τραχηλο·κοπέω-ῶ [] couper le cou, décapiter, Plut. M. 308d ; au pass. Artém. 1, 2, 35 ; Arr. Epict. 1, 1, 18, etc.
Étym. τρ. -κοπος de κόπτω.