τράγανος

τραγανός

Τραγασαῖος
τραγανός, ή, όν [ᾰᾰ]
1 comestible, Hdn gr. π. μ. λ. 7 ; τὰ τραγανά, Ath. 347e, friandises de dessert ||
2 cartilagineux ; τὸ τραγανόν, Antyll. 127 ; Hippiatr. p. 89, 28 ; Mélét. 3, 73 Cramer cartilage.
Étym. τραγεῖν.