τραγοειδής

τραγόκερως

τραγοκουρικός
τραγό·κερως, ως, ων, gén. ω [] à cornes de bouc ; subst. ὁ τρ. Diosc. 4, 50, autre n. de la plante τράγιον.
Étym. τρ. κέρας.