Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τραγόκερως
τραγοκουρικός
τραγοκτόνος
τραγο·κουρικός,
ή, όν
[
ᾰ
] qui sert à tondre les boucs,
Luc.
Pisc.
46
.
Étym.
τρ. κουρά
.