τραγοκουρικός

τραγοκτόνος

τραγομάσχαλος
τραγο·κτόνος, ος, ον [] qui tue les boucs : αἷμα τραγοκτόνον, Eur. Bacch. 139, sang d’un bouc immolé.
Étym. τρ. κτείνω.