τράγημα

τραγηματίζω

τραγηματισμός
τραγηματίζω, Arstt. Nic. 10, 5, 4 ; au moy. τραγηματίζομαι [ᾰᾰ] manger pour dessert ou comme régal, Mén. (Ath. 172b); Ath. 140e, etc.
Étym. τράγημα.