τραγῳδιογράφος

τραγῳδιοδιδάσκαλος

τραγῳδογράφος
τραγῳδιο·διδάσκαλος, ου () [ᾰῐδκᾰ] c. τραγῳδοδιδάσκαλος, Luc. Cal. 1 ; Ath. 699b.