τραγῳδικός

τραγῳδιογράφος

τραγῳδιοδιδάσκαλος
τραγῳδιο·γράφος, ου () [ᾰᾰ] auteur de tragédies, Pol. 2, 17, 6 ; 3, 48, 8 ; DS. 14, 43 (var. τραγῳδογράφος).
Étym. τραγῳδία, γράφω.