τραγῳδοποδάγρα

τραγῳδοποιΐα

τραγῳδοποιός
τραγῳδοποιΐα, ας () [ρᾰ] confection d’une tragédie ou de tragédies, Sext. Disput. antiscept. p. 626.
Étym. τραγῳδοποιός.