τραγῳδοποιΐα

τραγῳδοποιός

τραγῳδός
τραγῳδο·ποιός, οῦ () [] poète tragique, Ar. Th. 30 ; Plat. Rsp. 597e, etc.
Étym. τραγῳδία, ποιέω.