τραπεζοειδής

τραπεζοκόμος

τραπεζοκόρος
τραπεζο·κόμος, ος, ον [] chargé de l’entretien de la table, Thpp. (Lgn 43, 4); DL. 9, 80 ; Plut. M. 616a, etc.
Étym. τρ. κομέω.