Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τραπεζοποιέω-ῶ
τραπεζοποιΐα
τραπεζοποιός
τραπεζοποιΐα,
ας
(
ἡ
) [
ᾰ
] action de dresser la table pour un repas,
Str.
202
.
Étym.
τραπεζοποιός
.