Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τραπεζοποιός
τραπεζορήτωρ
τραπεζότης
τραπεζο·ρήτωρ,
ορος
(
ὁ
) [
ᾰ
] orateur de table,
Ath.
23
e
.
Étym.
τρ. ῥήτωρ
.