τραῦμα

τραυματίας

τραυματίζω
τραυματίας, ου [ᾰᾱ] adj. m. blessé, Pd. fr. 244 ; οἱ τραυματίαι, Hdt. 3, 79 ; Thc. 7, 75 ; 8, 27, les blessés (d’une armée) ||
E Ion. τρωματίης, Hdt. l. c.
Étym. τραῦμα.