τραυματίας

τραυματίζω

τραυματικός
τραυματίζω [] (pf. τετραυμάτικα ; pass. ao. ἐτραυματίσθην, pf. τετραυμάτισμαι) blesser, Hdt. 1, 59, etc. ; Eur. Bacch. 763 ; Thc. 4, 35, etc. ; au pass. Hdt. 9, 61 ; Eschl. Eum. 246 ; Thc. 4, 12 ||
E Ion. τρωματίζω, Hdt. 1, 59, etc.
Étym. τραῦμα.