τριακονταετία

τριακονταέτις

τριακοντάζυγος
τριακοντα·έτις, ιδος () [ᾱκῐδ] fém. de τριακονταετής, Xén. Hell. 2, 3, 9 ; Plut. Num. 10 ||
E Ion. τριηκονταέτις (var. τριηκοντοέτις) Hdt. 7, 149.