Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τριακονταέτις
τριακοντάζυγος
τριακοντάκις
τριακοντά·ζυγος,
ος, ον
[
ᾱκῠ
] à trente bancs de rameurs,
Thcr.
Idyl.
13, 74
.
Étym.
τρ. ζυγόν
.