τριάκοντα

τριακονταετηρίς

τριακονταέτης
τριακοντα·ετηρίς, ίδος () [ᾱκ] de trente ans, trentenaire : ἑορτή, DC. 62, 26, fête qui revient tous les trente ans.
Étym. τρ. ἔτος.