τριακονταετηρίς

τριακονταέτης

τριακονταετής
τριακοντα·έτης, ης, ες [ᾱκ] adj. de trente ans, Thc. 5, 14 ; Xén. Hell. 5, 2, 2 ; Plat. Leg. 914b.
Étym. τρ. ἔτος ; cf. le suiv.