Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τριακονταμναῖος
τριακοντάμοιρον
τριακοντάπηχυς
τριακοντά·μοιρον,
ου
(
τὸ
) [
ῑᾱᾰ
] un trentième,
Procl.
Ptol.
1, 14, p. 45
.
Étym.
τρ. μοῖρα
.